‘Ομορφες δομές αναζητούν κοινωνικό περιεχόμενο – Η Καθημερινή Ειδική ΄Εκδοση 6-7/01/2018
Χριστίνα Αργυρού
Στην Ελλάδα μεμψιμοιρούμε για την έλλειψη σύγχρονων κτιρίων δημοσίας χρήσης. Ωστόσο, μόλις το 2017 άνοιξαν (εν μέρει) τις πόρτες τους δύο μεγάλα πολιτιστικά έργα, το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος και το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Έπειτα από πολλά χρόνια κυοφορίας, τα δύο αυτά κτίρια αποτελούν μια τεράστια αναβάθμιση στην αρχιτεκτονική σκηνή της Ελλάδος, η οποία μπορεί πλέον να συγκριθεί με αυτή των Ευρωπαίων γειτόνων της.
Η λέξη «εν μέρει», ωστόσο, παραπέμπει σε κάποιους προβληματισμούς. Ενώ η Εθνική Λυρική Σκηνή μετακόμισε επισήμως στο νέο της χώρο το 2017, περιμένουμε ακόμα να δούμε το άλλο μισό του κτιρίου, την Εθνική Βιβλιοθήκη, να σφύζει από ζωή και να είναι πλήρως λειτουργικό. Η μετακόμιση προγραμματίζεται να ολοκληρωθεί στα τέλη του 2018. Ας ελπίσουμε ότι, όταν αυτό συμβεί, θα μιλάμε για ένα «ολοκληρωμένο» κτίριο, που συνδυάζει την ζωή της πόλης με την τέχνη, τη γνώση και τον τόσο απαραίτητο υπαίθριο δημόσιο χώρο.
Η ιστορία του ΕΜΣΤ είναι πιο επώδυνη και περίπλοκη. Τον Απρίλιο του 2017, 15 χρόνια μετά την πρώτη απόφαση να στεγαστεί το εθνικό μουσείο στο κέλυφος του παλιού εργοστασίου ΦΙΞ, το κτίριο έγινε ένας από τους πολυάριθμους χώρους της Αθήνας που φιλοξένησε την έκθεση τέχνης documenta. Η έκθεση δέχτηκε ανάμεικτες κριτικές, αλλά δεν πρέπει να παραβλέπουμε τη σημασία του ότι περισσότεροι από 40 χώροι και κτίρια σε όλη την πόλη ήταν ανοιχτά ταυτόχρονα, κάνοντας την Αθήνα, τουλάχιστον για το εναρκτήριο Σαββατοκύριακο, μια ζωντανή πόλη πολιτισμού. Το ΕΜΣΤ βρισκόταν στο επίκεντρο αυτού του θεάματος – με κοσμοσυρροή σε κάθε όροφο. Έχοντας δει το μουσείο γεμάτο επισκέπτες την περασμένη άνοιξη, είναι θλιβερό να το σκέπτεται κανείς σήμερα ως επί το πλείστον άδειο. Είναι επιβεβλημένο να μετατραπεί από φάντασμα της πόλης σε ένα κόσμημα της.
Στο διεθνή σκηνή, το 2017 είδε την ολοκλήρωση μεγάλων πολιτιστικών κτιρίων, εκ των οποίων ξεχωρίζουν το Λούβρο στο Αμπου Ντάμπι (από τo αρχιτεκτονικό γραφείο Jean Nouvel), το μουσείο σύγχρονης τέχνης Zeitz Mocca στο Κέιπ Τάουν (από τον Τόμας Χέδεργουικ), η φιλαρμονική Elbphilharmonie στο Αμβούργο και, λίγους μήνες πιο πριν, η επέκταση της Tate Modern στο Λονδίνο από τους Ελβετούς Herzog & de Meuron. Ακόμα πιο αξιοσημείωτες είναι οι συνεχιζόμενες επενδύσεις σε πολιτιστικά αρχιτεκτονήματα παγκοσμίως. Μόλις το 2017 ξεκίνησαν πολυάριθμοι νέοι διαγωνισμοί, από μουσεία σύγχρονης τέχνης έως εθνικές όπερες και αίθουσες παραστάσεων. Το παριζιάνικο Κέντρο Πομπιντού για παράδειγμα, το οποίο γιόρτασε φέτος την 40ή επέτειό του, διεξήγαγε διαγωνισμό για ένα αδελφό κτίριο στις Βρυξέλλες οπού σύντομα αναμένεται η ανακοίνωση του νικητή. Στο Λονδίνο, το Centre for Music, το οποίο θα στεγάσει τη συμφωνική ορχήστρα της πόλης, ξεκίνησε μόλις πριν από λίγες εβδομάδες, ύστερα από διεθνή διαγωνισμό, τη μελέτη σχεδιασμού. Η ολοκλήρωση του κτιρίου αναμένεται να διαρκέσει έως και εννέα χρόνια. Στην γειτονιά μας, η Κύπρος διεξήγαγε διαγωνισμό για το Νέο Αρχαιολογικό Μουσείο της Λευκωσίας, στον οποίο συμμετείχαν πάνω από 130 αρχιτεκτονικά γραφεία.
Ένα πρωτοποριακό εγχείρημα διαφορετικού τύπου βρίσκεται εν εξελίξει στη Νέα Υόρκη. Πρόκειται για το Shed, ένα κτίριο σχεδιασμένο να φιλοξενεί όλα τα είδη τέχνης, από εικαστικά μέχρι θέατρο, μουσική, χορό και άλλα. Το κτίριο του Shed έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να μπορεί να μεταμορφώνεται και να υποστηρίζει τα οράματα των καλλιτεχνών, προσφέροντας τη δυνατότητα συνεργειών μεταξύ διαφορετικών μορφών καλλιτεχνικής δημιουργίας κάτω από την ίδια στέγη. Αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι η πρωτοποριακή ιδέα για το Shed δεν προήλθε από τη δημοτική αρχή ή από έναν ιδιώτη χορηγό, αλλά από την αρχιτέκτονα Λιζ Ντίλερ, η οποία παρουσίασε στις αρχές της Νέας Υόρκης το όραμά της για αυτό το νέο είδος ιδρύματος. Το γραφείο της, Diller Scofidio & Renfro, έχει ήδη αναλάβει το σχεδιασμό του έργου, το οποίο αναμένεται να ανοίξει τις πύλες του την άνοιξη του 2019.
Το τελευταίο αυτό παράδειγμα είναι μια υπενθύμιση ότι οι καλές ιδέες δεν προέρχονται απαραιτήτως από τα πάνω. Οι κυβερνήσεις και οι πολιτιστικοί θεσμοί δεν αρκούν από μόνοι τους να παράγουν «πολιτισμό». Ως πολίτες, έχουμε φωνή στη διαμόρφωση των πόλεών μας και στο ρόλο που πρέπει να έχουν στον αστικό σχεδιασμό ο πολιτισμός και οι τέχνες.
Ειδικά στην Ελλάδα, όπου τα κεφάλαια είναι περιορισμένα, πρέπει να σκεφτούμε εναλλακτικούς τρόπους δραστηριοποίησης για τη διαμόρφωση των πόλεών μας. Δεν είναι θέμα κλίμακας. Οι μικρές πρωτοβουλίες μπορούν κι αυτές να έχουν μεγάλο αντίκτυπο. Είναι εν μέρει στο χέρι μας να συνεχίσουμε να εκτιμούμε και να αναζητούμε την τέχνη στην καθημερινότητά μας, ώστε να μην καταλήγουμε με άδεια μουσεία, βιβλιοθήκες και αίθουσες μουσικής, αλλά με πολιτιστικά αρχιτεκτονήματα γεμάτα ζωή. Η αρχιτεκτονική μπορεί να κάνει ένα κτίριο θελκτικό, την ψυχή του όμως μόνο εμείς οι πολίτες μπορούμε να την δώσουμε.